στενῶν

στενῶν
στένος
narrow
neut gen pl (attic epic doric)
στενάζω
sigh deeply
fut part act masc voc sg
στενάζω
sigh deeply
fut part act neut nom/voc/acc sg
στενάζω
sigh deeply
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
στενός
narrow
fem gen pl
στενός
narrow
masc/neut gen pl
στενόω
straiten
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
στενόω
straiten
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
στενόω
straiten
pres part act masc nom sg
στενόω
straiten
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στένων — στένω moan pres part act masc nom sg στενόω straiten imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στενόω straiten imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Πάρι νησιά — (Parry Islands). Ομάδα νησιών στο καναδικό αρχιπέλαγος του Αρκτικού ωκεανού, μεταξύ των στενών Μπάροου, του διαύλου Βισκάουντ Μέλβιλ και των στενών Μακ Κλιουρ στα Ν και της Θάλασσας Πρινς Γκούσταβ Άντολφ, των στενών Μακλήν, των στενών Πένι, του… …   Dictionary of Greek

  • Δερβενάκια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 84 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας. μάχη των Δ.Σειρά συγκρούσεων μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων της Πελοποννήσου με αρχηγό τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Κρέσνα — Χωριό της Βουλγαρίας στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα ποταμού. Από στρατιωτική άποψη, η Κ. αποτελεί ισχυρό αμυντικό σημείο γιατί ελέγχει την ομώνυμη διάβαση, τη γνωστή ως στενά της Κ. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1912 η διάβαση αυτή κατεχόταν από τους… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • Μαλασπίνα, Αλεσάντρο — (Alessandro Malaspina, Μουλάτσο, Λουνιγκιάνα 754 – Ποντρεμόλι, 1810). Ιταλός θαλασσοπόρος και εξερευνητής. Ήταν ο τρίτος γιος του μαρκησίου Κάρλο Μορέλο και της Καταρίνα Μελιλούπι, κόρης του πρίγκιπα της Σοράγια. Το δουκάτο της Πάρμας, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Μοντρέ — (Montreux). Πόλη (περ. 22.400 κάτ. το 2001). της Ελβετίας, στην ακτή της λίμνης της Γενεύης. Ανήκει στο καντόνι Βο. Είναι κυρίως τουριστικό κέντρο. Σε μικρή απόσταση από την πόλη αυτή βρίσκεται ο πύργος Σιγιόν, που έχει μετατραπεί σε μουσείο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”